moratorium - translation to ολλανδικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

moratorium - translation to ολλανδικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
Moratoria; Moratoriums; Moritanium; Moratorium (disambiguation)

moratorium         
n. moratorium
uitsel      
installment selling, instalment selling, guide rope, moratorium
moratorium      
n. wettelijke uitstel van betaling

Ορισμός

moratorium
(moratoriums, or moratoria)
A moratorium on a particular activity or process is the stopping of it for a fixed period of time, usually as a result of an official agreement.
The House voted to impose a one-year moratorium on nuclear testing.
N-COUNT: usu sing, oft N on n

Βικιπαίδεια

Moratorium

Moratorium (from Late Latin morātōrium, neuter of morātōrius, "delaying"), may refer to:

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για moratorium
1. "The moratorium was not proposed as a moratorium forever and ever," Aron said.
2. ERELI:В I believe the last adoptions ended with the moratorium - when a moratorium on adoptions was imposed in 1''8.
3. "The execution has apparently gone ahead despite Iran‘s moratorium on execution by stoning, a moratorium that had been in effect since 2002," he said.
4. ERELI÷ I believe the last adoptions ended with the moratorium – when a moratorium on adoptions was imposed in 1''8.
5. The Texas Moratorium Network, which advocates a two–year moratorium on the death penalty, didn‘t violate any standards with the exhibit, said Scott Cobb, the group‘s president.